εντός

εντός
1. προθ. με γεν.
1) (при обознач, места) в;

εντός της οικίας — в доме;

εντός της χώρας — в стране; — внутри страны;

εντός του υδατος — в воде;

εντός μου (σου, του. κ.λ.π.) — во мне (в тебе, в нём и т. д.);

εντός μου — в моей душе;

2) (при обознач, времени) в течение, в продолжение;

εντός δύο μηνών — в течение двух месяцев;

εντός ολίγου — в скором времени, скоро;

(при обознач, границ):

εντός βολής πυροβόλου — в пределах досягаемости артиллерийского огня;

εντός ακτίνος εκατόν μέτρων — в радиусе ста метров;

εντός των όρων τού συμβολαίου — в рамках договора;

εντός των ορίων τού νόμου — в рамках закона;

εντός της προθεσμίας — в срок;

2. επίρρ. внутри; внутрь;
3. με αρθρ. то, что находится внутри;

προς τα εντός — внутрь;

οι εντός — находящиеся внутри (о людях);

τα εντός — внутренность; — внутренняя сторона;

αί εντός γωνίαι — внутренние углы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "εντός" в других словарях:

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek

  • ἐντός — within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»